κοπανατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοπανατζής αρσενικό
- που κάνει συνέχεια κοπάνες, που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το σχολείο ή από την εργασία του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοπανατζής