κοπελούδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοπελούδα < μεσαιωνική ελληνική κοπέλιν + -ούδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοπελούδα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) νέα κοπέλα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κοπέλι