κοπιαστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]κοπιαστικά < κοπιαστικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]κοπιαστικά
- με κοπιαστικό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοπιαστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κοπιαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοπιαστικός