κοπρόχωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοπρόχωμα ουδέτερο
- λίπασμα που δημιουργείται από χώμα που έχει αναμειχθεί με κοπριά
- ό,τι απομένει από την αποσύνθεση κοπριάς ή / και φυτικών καταλοίπων