κοπρών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοπρών < κοπρόω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοπρών αρσενικό