κοπυράιτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοπυράιτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική copyright

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοπυράιτ ουδέτερο άκλιτο

  • μη απλοποιημένη γραφή του κοπιράιτ, πιο κοντά στην αγγλική ορθογραφία από την οποία ετυμολογείται, με απόδοση του «y» με «υ».

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]