κοπώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | κοπώδης | τὸ | κοπῶδες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | κοπώδους | τοῦ | κοπώδους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | κοπώδει | τῷ | κοπώδει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | κοπώδη | τὸ | κοπῶδες | ||
κλητική ὦ! | κοπῶδες | κοπῶδες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | κοπώδεις | τὰ | κοπώδη | ||
γενική | τῶν | κοπώδων | τῶν | κοπώδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | κοπώδεσῐ(ν) | τοῖς | κοπώδεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | κοπώδεις | τὰ | κοπώδη | ||
κλητική ὦ! | κοπώδεις | κοπώδη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοπώδει | τὼ | κοπώδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοπώδοιν | τοῖν | κοπώδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κοπώδης, -ης, -ες (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κοπιώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
[επεξεργασία]- κοπώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μανιώδης' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ώδης (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)