κορίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κορίτσα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, προφορικό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κορίτσι (αντί του κορίτσια)
- ※ Αποβραδίς ξεκίνησα | μ' έναν παλιό μου φίλο | για το Χατζηκυριάκειο | και για τον Άγιο Νείλο. | Πού 'χει ρετσίνα δροσερή | και όμορφα κορίτσα (Μπαγιαντέρας, «Χατζηκυριάκειο»· ρεμπέτικο τραγούδι)