κορίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κορίτσα, Κοριτσά, Κορυτσά

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κορίτσα ουδέτερο