κορνίζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορνίζα | οι | κορνίζες |
γενική | της | κορνίζας | των | κορνιζών |
αιτιατική | την | κορνίζα | τις | κορνίζες |
κλητική | κορνίζα | κορνίζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/3/33/Warsaw_-_Warszawa_-_Royal_Castle_interior_%28Rembrandt_van_Rijn_-_Girl_in_a_Picture_Frame_%29_-_panoramio.jpg/220px-Warsaw_-_Warszawa_-_Royal_Castle_interior_%28Rembrandt_van_Rijn_-_Girl_in_a_Picture_Frame_%29_-_panoramio.jpg)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κορνίζα θηλυκό
- διακοσμητικό πλαίσιο για τοποθέτηση έργων ζωγραφικής, φωτογραφιών, διπλωμάτων ή άλλων επίπεδων αντικειμένων
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κορνίζα
- ↑ κορνίζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.