κορτίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορτίνα | οι | κορτίνες |
γενική | της | κορτίνας | των | κορτίνων |
αιτιατική | την | κορτίνα | τις | κορτίνες |
κλητική | κορτίνα | κορτίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κορτίνα < μεσαιωνική ελληνική κορτίνα < μεσαιωνική λατινική cortina
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κορτίνα θηλυκό
- το μεταπύργιο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κουρτίνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κορτίνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)