κοσκίνιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοσκίνιση | οι | κοσκινίσεις |
γενική | της | κοσκίνισης* | των | κοσκινίσεων |
αιτιατική | την | κοσκίνιση | τις | κοσκινίσεις |
κλητική | κοσκίνιση | κοσκινίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοσκινίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοσκίνιση < ελληνιστική κοινή κοσκίνισις < κοσκινίζω < αρχαία ελληνική κόσκινον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοσκίνιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κοσκινίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοσκίνιση
|