κοσμηματογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοσμηματογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που διακοσμεί / ζωγραφίζει κοσμήματα ή (κατ’ επέκταση) τοίχους, προσόψεις κ.λπ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοσμηματογράφος
|