κοσμιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοσμιότητα < αρχαία ελληνική κοσμιότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοσμιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του κόσμιου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοσμιότητα
|