κοσμογενετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία el
[επεξεργασία]- κοσμογενετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cosmogenetic < κοσμο- + γενετικός
Επίθετο
[επεξεργασία]κοσμογενετικός, -ή, -ό
- που προέρχεται ή σχετίζεται με κοσμογένεση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοσμογενετικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κοσμο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)