κοσμογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμογόνος < ελληνιστική κοινή κοσμογόνος < αρχαία ελληνική κόσμος + γίγνομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.zmoˈɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σμο‐γό‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
κοσμογόνος, -ος/-α, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που δημιούργησε ή δημιουργεί τον κόσμο
- Το Κόμμα μας άντεχε και μεγάλωνε, αντλώντας δυνάμεις από την κοσμογόνα θεωρία του, από την ηρωική εργατική τάξη και τον περήφανο λαό μας (Δέκα χρόνια χωρίς τον σ. Νίκο Καλούδη, Ριζοσπάστης, 8/3/2008 [1])
- (φυσική) που έχουν προκύψει από αλληλεπίδραση με κοσμικές ακτίνες (ακτινοβολία που προέρχεται έξω από το ηλιακό μας σύστημα)
- Οι συγγραφείς της νέας μελέτης αναζήτησαν στοιχεία για ειδικά σωματίδια γνωστά ως κοσμογόνα ραδιονουκλίδια (Γιατί ανησυχεί τους επιστήμονες μια ηλιακή καταιγίδα που συνέβη πριν από 9.200 χρόνια, ertnews, 2/2/22 [2], αναδημοσίευση από το περιοδικό «Nature Communications» 11/1/2022 Cosmogenic radionuclides reveal an extreme solar particle storm near a solar minimum 9125 years BP [3])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοσμογόνος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμογόνος < αρχαία ελληνική κόσμος + -γόνος (< γίγνομαι)
Επίθετο[επεξεργασία]
κοσμογόνος
- (ελληνιστική κοινή) που δημιούργησε ή δημιουργεί τον κόσμο
- ※ ἐκινεῖτο μὲν γὰρ ὁ θεὸς τοῦ οἰκείου κάλλους τὴν αἴγλην θεωρῶν . ἐκινεῖτο δὲ βλέπων καὶ τοὺς τύπου ; τοῦ κόσμου , οὓς ἔστησεν ἐν τοῖς ἰδίοις μεγάλοις νοήμασιν ὁ κοσμογόνος νοῦς (λήμμα «Κίνησιν» στο Joannes Zonaras, Lexicon: Ex tribus codicibus manuscriptis nunc primum, Volume 2, S. Siegfr. Lebr. Crusii, Lipsiae, 1808 [4] )
Πηγές[επεξεργασία]
- κοσμογόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -γόνος (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)