κοσμοκρατορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοσμοκρατορία < μεσαιωνική ελληνική κοσμοκρατορία < ελληνιστική κοινή κοσμοκράτωρ < αρχαία ελληνική κόσμος + κρατέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοσμοκρατορία θηλυκό
- η εξουσία μιας αυτοκρατορίας ή ενός κράτους που απλώνεται σ' όλον τον κόσμο ή σε μεγάλο μέρος του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις κοσμοκράτορας, κόσμος και κρατώ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοσμοκρατορία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)