κοσμοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοσμοφόρος οἱ κοσμοφόροι
      γενική τοῦ κοσμοφόρου τῶν κοσμοφόρων
      δοτική τῷ κοσμοφόρ τοῖς κοσμοφόροις
    αιτιατική τὸν κοσμοφόρον τοὺς κοσμοφόρους
     κλητική ! κοσμοφόρε κοσμοφόροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοσμοφόρω
γεν-δοτ τοῖν  κοσμοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοσμοφόρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοσμοφόρος, -ου αρσενικό