κοστολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοστολόγιο | τα | κοστολόγια |
γενική | του | κοστολόγιου & κοστολογίου |
των | κοστολόγιων & κοστολογίων |
αιτιατική | το | κοστολόγιο | τα | κοστολόγια |
κλητική | κοστολόγιο | κοστολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοστολόγιο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοστολόγιο