κοτσανέλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοτσανέλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοτσανέλο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) μεταλλικό εργαλείο στερεωμένο μόνιμα επί του πλοίου που χρησιμοποιείται για να δεθεί πάνω του ένα σκοινί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοτσανέλο
|