κουβάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουβάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουβάρα θηλυκό
- κουβάρι
- (μεταφορικά) συνωστισμός
- Βλέπω ότι είναι όλοι μαζωμένοι μια κουβάρα. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουβάρα
|