κουβάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουβάρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουβάρα θηλυκό

  1. κουβάρι
  2. (μεταφορικά) συνωστισμός
    Βλέπω ότι είναι όλοι μαζωμένοι μια κουβάρα. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]