κουβαρίστρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουβαρίστρας < κουβαρίστρα + -ς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουβαρίστρας αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) ο διαβιβαστής
- ↪ πάρε κουβαρίστρα αυτά τα χαρτιά και πηγαινέ τα στον διοικητή