κουζινούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουζινούλα | οι | κουζινούλες |
γενική | της | κουζινούλας | — | |
αιτιατική | την | κουζινούλα | τις | κουζινούλες |
κλητική | κουζινούλα | κουζινούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουζινούλα < κουζίνα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουζινούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του κουζίνα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουζινούλα
|