κουκλί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουκλί | τα | κουκλιά |
γενική | του | κουκλιού | των | κουκλιών |
αιτιατική | το | κουκλί | τα | κουκλιά |
κλητική | κουκλί | κουκλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουκλί < κούκλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουκλί ουδέτερο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Σήκω χόρεψε, κουκλί μου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουκλί
|