κουκουλάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουκουλάρικος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ku.kuˈla.ɾi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐κου‐λά‐ρι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]κουκουλάρικος, -η, -ο
- που ράφτηκε από απομεινάρια μεταξοσκώληκα, ο μεταξωτός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουκουλάρικος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)