κουκούδιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουκούδιν < κόκκος + -ούδιν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουκούδιν ουδέτερο

  1. (μετεωρολογία) χαλάζι
  2. (ιατρική) εξάνθημα
  3. (στον πληθυντικό) οι κουκκίδες που υπάρχουν για αρίθμηση πάνω στα ζάρια

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]