κουκούλιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουκούλιον < ύστερο λατινικό cuculla < λατινική cucullus
Ρώσος πατριάρχης που φοράει το κουκούλιον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουκούλιον ουδέτερο

  1. κάλυμμα της κεφαλής (σκούφος) των ορθόδοξων μοναχών
  2. το προοίμιο ενός κοντακίου (εκκλησιαστικού ύμνου)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]