κουκούλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουκούλωμα < κουκουλώνω + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουκούλωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κουκουλώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουκούλωμα