κουκούνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]κουκούνα< → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουκούνα θηλυκό
- (ιδιωματικό) το πέος