κουλουάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
δρομείς που τρέχουν μαζί στο πρώτο κουλουάρ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουλουάρ < γαλλική couloir

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουλουάρ ουδέτερο άκλιτο

  • (αθλητισμός) ο κάθε ξεχωριστός διάδρομος σε αγωνίσματα στίβου στον οποίο πρέπει να παραμένει ο αθλητής σε όλη τη διάρκεια του αγώνα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]