κουλουμούντρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουλουμούντρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουλουμούντρα θηλυκό
- (κρητικά) η τούμπα στην Κρητική διάλεκτο
- κάνει μετάνοιες και κουλουμούντρες στην εκκλησία για να τον βλέπει ο κόσμος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουλουμούντρα
→ δείτε τη λέξη τούμπα |