κουλτουριάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουλτουριάρικος < κουλτουριάρης + -ικος
Επίθετο
[επεξεργασία]κουλτουριάρικος
- που έχει σχέση με κουλτουριάρη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κουλτούρα