κουμουδί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουμουδί < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουμουδί ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) ουροδοχείο
  2. (μεταφορικά, ιδιωματικό) παλιάνθρωπος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.