κουμπούρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κουμπούρας | οι | κουμπούρες |
γενική | του | κουμπούρα | — | |
αιτιατική | τον | κουμπούρα | τους | κουμπούρες |
κλητική | κουμπούρα | κουμπούρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουμπούρας < κουμπούρ(α) + -ας. Δείτε και -ούρας.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουμπούρας αρσενικό
- (λαϊκότροπο, μειωτικό) μαθητής που δεν μαθαίνει εύκολα, κακός μαθητής
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουμπούρας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ούρας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)