κουράντες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουράντες αρσενικό
- (ιδιωματικό) ο θεράπων ιατρός ενός αρρώστου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουράντες
|