κουραδίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουραδίτσα οι κουραδίτσες
      γενική της κουραδίτσας
    αιτιατική την κουραδίτσα τις κουραδίτσες
     κλητική κουραδίτσα κουραδίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουραδίτσα < κουράδα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουραδίτσα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κουράδα