κουρδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουρδίζω < μεσαιωνική ελληνική κουρντίζω και κουρδίζω < χορδή ή λατινικό corda < χορδή

κουρδίζω και κουρντίζω

  1. συσπειρώνω το ελατήριο που χρησιμοποιείται για να δίνει ενέργεια σε ρολόι ή άλλο μηχανισμό
  2. (μουσική) ρυθμίζω μουσικό όργανο ώστε να παράγει τις νότες στον επιθυμητό τόνο
  3. (μεταφορικά) διεγείρω, τσιγκλάω κάποιον

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]