κουρελέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κουρελέ άκλιτο
- (λαϊκότροπο, ειρωνικό) για ποδοσφαιρική ομάδα που δεν έχει καλούς παίκτες, που παίζει χάλια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουρελέ
|