κουρελοπρολεταριάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρελοπρολεταριάτο τα κουρελοπρολεταριάτα
      γενική του κουρελοπρολεταριάτου των κουρελοπρολεταριάτων
    αιτιατική το κουρελοπρολεταριάτο τα κουρελοπρολεταριάτα
     κλητική κουρελοπρολεταριάτο κουρελοπρολεταριάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουρελοπρολεταριάτο < κουρέλι + -ο- + προλεταριάτο ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Lumpenproletariat)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουρελοπρολεταριάτο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]