κουρκουμέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουρκουμέλα οι κουρκουμέλες
      γενική της κουρκουμέλας των κουρκουμελών
    αιτιατική την κουρκουμέλα τις κουρκουμέλες
     κλητική κουρκουμέλα κουρκουμέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουρκουμέλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουρκουμέλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]