κουροσίβο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουροσίβο < (λόγιο δάνειο) αγγλική Kuro Siwo με προφορά [v] του ⟨w⟩ < ιαπωνική 黒潮 (kuroshio, μαύρη παλίρροια). Δείτε και τον αγγλικό τύπο Kuroshio. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku.ɾoˈsi.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ρο‐σί‐βο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουροσίβο ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Kuroshio στο αγγλικό Βικιλεξικό