κουρούπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουρούπα < κουρούπι +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουρούπα θηλυκό (μεγεθυντικό του κουρούπι)

  1. μεγάλο κουρούπι, πήλινο δοχείο
  2. πιθάρι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]