κουρτινίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουρτινίτσα | οι | κουρτινίτσες |
γενική | της | κουρτινίτσας | — | |
αιτιατική | την | κουρτινίτσα | τις | κουρτινίτσες |
κλητική | κουρτινίτσα | κουρτινίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουρτινίτσα < κουρτίνα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουρτινίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του κουρτίνα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουρτινίτσα
|