κουτάβι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουτάβι | τα | κουτάβια |
γενική | του | κουταβιού | των | κουταβιών |
αιτιατική | το | κουτάβι | τα | κουτάβια |
κλητική | κουτάβι | κουτάβια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουτάβι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουτάβι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) το μικρό του σκύλου, το σκυλάκι