κουτομόγιας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουτομόγιας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουτομόγιας αρσενικό

  • αυτός που παρουσιάζεται σαν βαθυστόχαστρος & σπουδαίος ενώ στην πραγματικότητα είναι κουτός & ανόητος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]