κουτσοδόντης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.t͡soˈðon.dis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τσο‐δό‐ντης
Επίθετο[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κουτσοδόντης | η | κουτσοδόντα | το | κουτσοδόντικο |
γενική | του | κουτσοδόντη | της | κουτσοδόντας | του | κουτσοδόντικου |
αιτιατική | τον | κουτσοδόντη | την | κουτσοδόντα | το | κουτσοδόντικο |
κλητική | κουτσοδόντη | κουτσοδόντα | κουτσοδόντικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κουτσοδόντηδες | οι | κουτσοδόντες | τα | κουτσοδόντικα |
γενική | των | κουτσοδόντηδων | — | των | κουτσοδόντικων | |
αιτιατική | τους | κουτσοδόντηδες | τις | κουτσοδόντες | τα | κουτσοδόντικα |
κλητική | κουτσοδόντηδες | κουτσοδόντες | κουτσοδόντικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κουτσοδόντης, -α, -ικο [1]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κουτσοδόντα
- κουτσοδόντικος
- κουτσοδόντισσα
- → δείτε τις λέξεις κουτσός και δόντι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουτσοδόντης αρσενικό (θηλυκό κουτσοδόντα & κουτσοδόντισσα)
- (οικείο) αυτός που είναι κουτσοδόντης
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κουτσοδοντ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα κουτσο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζηλιάρης' (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)