κουτσοκεφαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουτσοκεφαλίζω < κουτσοκέφαλ(ος) + -ίζω. Αναλύεται σε κουτσός) κουτσο- + κεφάλ(ι) + -ίζω

κουτσοκεφαλίζω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κουτσός και κεφάλι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]