κοφίσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοφίσι < stockfish

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοφίσι ουδέτερο

  • αποξηραμένο ψάρι (συνήθως μπακαλιάρος). Η ξήρανση γίνεται με τον αέρα (δλδ. όχι ωρίμανση με αλάτι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]