κούρμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κούρμπα < λατινικά: curvus (la) κυρτωμένος, κυρτός, καμπτός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κούρμπα θηλυκό

η καμπή, το κύρτωμα του τροχού, της καμάρας κ.α.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]