κούφωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κούφωμα τα κουφώματα
      γενική του κουφώματος των κουφωμάτων
    αιτιατική το κούφωμα τα κουφώματα
     κλητική κούφωμα κουφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κούφωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κούφωμα ουδέτερο

  1. άνοιγμα σε τοίχο που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο
  2. κατασκευή που εφαρμόζει σε άνοιγμα τοίχου και προορίζεται για να στηρίξει το μηχανισμό της πόρτας ή του παράθυρου
  3. (κατ’ επέκταση) το σύνολο πόρτας ή παραθύρου μαζί με τη βάση στην οποία θα στηριχτεί στο άνοιγμα
  4. (κατ’ επέκταση) εσοχή σε τοίχο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]