κρίση πανικού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρίση πανικού οι κρίσεις πανικού
      γενική της κρίσης
ή κρίσεως πανικού
των κρίσεων πανικού
    αιτιατική την κρίση πανικού τις κρίσεις πανικού
     κλητική κρίση πανικού κρίσεις πανικού
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρίση πανικού < → δείτε τις λέξεις κρίση και πανικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική panic attack

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkɾi.si pa.niˈku/

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

κρίση πανικού θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]